- ἀκαταληπτῶ
- ἀκαταληπτέωnot to understandpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀκαταληπτέωnot to understandpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαταληπτώ — ἀκαταληπτῶ ( έω) (Α) [ἀκατάληπτος] δεν καταλαβαίνω, δεν εννοώ … Dictionary of Greek
ἀκαταλήπτῳ — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
недостижимыи — (4*) пр. Непостижимый, непонятный: егда бо на горнюю глубину ѹ(м)мъ възрить. не имы кде стати и опретисѧ. ѡ б҃жьихъ мечтѣ(х). да ѥже сдѣ недовѣдимо и недостижимо. безначално прозва. (τὸ... ἀνέκβατоν) ГБ XIV, 6в; ˫ако бо ти трие [три ипостаси… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει … Dictionary of Greek